- στεμματιαίον
- Α1. (κατά τον Ησύχ.) «δίκηλόν τι ἐν ἑορτῇ πομπέων δαίμονος»2. (κατά τα Ανέκδ. Βεκκ.) «μίμημα σχεδίων, αἷς ἔπλευσαν οἱ Ἡρακλεῑδαι τὸν μεταξὺ τῶν Ῥίων τόπον».[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, -ατος + κατάλ. -ιαῖον (πρβλ. κερκιδ-ιαῖον)].
Dictionary of Greek. 2013.